- υπεργεμίζω
- ὑπεργεμίζω ΝΜΑγεμίζω κάτι περισσότερο από όσο επιτρέπει κανονικά η χωρητικότητά του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπεργεμισθείη — ὑπεργεμίζω overfill aor opt pass 3rd sg ὑπεργεμίζω overfill aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek